Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δόκησις ἀγνὼς λόγων

См. также в других словарях:

  • δόκησις — δόκησις, η (Α) [δοκώ] 1. απλή δοξασία («δόκησις ἀγνὼς λόγων ἦλθε» διαδόθηκε μια φήμη απλώς, Σοφ.) 2. όραμα, φάντασμα («σκοπεῑτε μὴ δόκησιν εἴχετ ἐκ θεῶν» για την Ελένη είδωλο τού Ευριπίδη) 3. φήμη, υπόληψη («ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται», Ευ p …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»